- ιατροφιλόσοφος
- ογιατρός που ασχολείται και με τη φιλοσοφία και τα γράμματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιατροφιλόσοφος — ο (Α ἰατροφιλόσοφος) νεοελλ. γιατρός που ασχολείται με τη φιλοσοφία και τα γράμματα αρχ. επιστήμονας γιατρός … Dictionary of Greek
Σουμμάκης, Άγγελος — Ιατροφιλόσοφος και λόγιος του 18ου αι., που αναφέρεται και ως Συμμάχιος. Καταγόταν από τη Ζάκυνθο. Σπούδασε στο ελληνικό φροντιστήριο του Κουτώνιου, ελληνική, ιταλική και λατινική φιλολογία και φιλοσοφία και ιατρική στην Πάδοβα. Έγραψε πολλά έργα … Dictionary of Greek
Υπομενάς, Γεώργιος — Ιατροφιλόσοφος από την Τραπεζούντα (17ος 18ος αι.). Για πολλά χρόνια έζησε στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες. Είχε κερδίσει την εύνοια του ηγεμόνα Κωνσταντίνου Βασσαράβα, από τον οποίο στάλθηκε στην Πάντοβα, όπου σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία. Μετά… … Dictionary of Greek
ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… … Dictionary of Greek
σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 … Dictionary of Greek
φιλήτης — Επώνυμο Ελλήνων λογίων από την Ήπειρο. 1. Αναστάσιος (Ζίτσα 1793 – Βουκουρέστι 1883). Αφού σπούδασε νομικά στην Πίζα, χρημάτισε δικηγόρος στο Βουκουρέστι από το 1832 έως τον θάνατό του. Με διαθήκη παραχώρησε την περιουσία του στον Σύλλογο για τη… … Dictionary of Greek
φιλητής — Επώνυμο Ελλήνων λογίων από την Ήπειρο. 1. Αναστάσιος (Ζίτσα 1793 – Βουκουρέστι 1883). Αφού σπούδασε νομικά στην Πίζα, χρημάτισε δικηγόρος στο Βουκουρέστι από το 1832 έως τον θάνατό του. Με διαθήκη παραχώρησε την περιουσία του στον Σύλλογο για τη… … Dictionary of Greek
χαρτοφύλαξ — Επώνυμο Κρητικών λογίων. 1. Ιωάννης. Ιατροφιλόσοφος, από την Κυδωνία που έζησε ανάμεσα στον 16o και 17o αι. Προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στο νοσοκομείο των Χανίων και στην ιταλική φρουρά κατά τη διάρκεια της επιδημίας πανούκλας. Γι’ αυτές, το 1608 … Dictionary of Greek
Αγρίππας φον Νετερσχάιμ — (Κολωνία 1486 – Γκρενόμπλ 1535).Γερμανός ιατροφιλόσοφος. Πνεύμα εκπληκτικό για την εποχή του, είχε μια ζωή γεμάτη περιπέτειες. Ακολούθησε αρχικά τον στρατιωτικό τομέα, μετά έγινε φοιτητής της ιατρικής, περιόδευσε στη Γαλλία και την Ισπανία,… … Dictionary of Greek
Αργέντης — Επώνυμο λογίων και ενός εθνικού ευεργέτη από τη Χίο. 1. Ευστράτιος (Χίος 1685; – 1756;). Ιατροφιλόσοφος και θεολόγος. Σπούδασε ιατρική και φιλοσοφία στη Γερμανία και την Ιταλία. Η πραγματική του κλίση όμως ήταν στη θεολογία. Ως σύμβουλος του… … Dictionary of Greek